Υψηλό Φαινολικό Βιολογικό Ελαιόλαδο

Manolio

Πολυφαινολικό Βιολογικό Έξτρα Παρθένο Ελαιόλαδο

Πολυφαινολικό Βιολογικό έξτρα παρθένο ελαιόλαδο ΜΑΝ.ΟΛΙΟ

Στην Ελλάδα όταν αναφερόμαστε στο λάδι εννοούμε το ελαιόλαδο.

Χιλιάδες χρόνια τώρα το λάδι ελιάς έχει συνδεθεί με τη μεσογειακή διατροφή και έχει αποδείξει την κορυφαία και απαράμιλλη θρεπτική του αξία, που το έχουν καταστήσει παγκόσμια γνωστό και περιζήτητο.

Η μοναδική αξία της ελιάς έχει αποτυπωθεί στην αρχαία ελληνική πολιτισμική παράδοση με μεγάλη ένταση: από τον κότινο των Ολυμπιονικών έως το σύμβολο της πόλης –κράτους της Αθήνας, το μοναδικό αυτό μεσογειακό δέντρο απέκτησε μια υπερβατική υπόσταση χαρακτηρίζοντας ότι πιο ευγενές και ιδεώδες είχε να επιδείξει η ελληνική πολιτισμική παράδοση.

Η ελιά και το λάδι της έχουν συνδεθεί εδώ και δεκάδες αιώνες με την κληρονομιά των Ελλήνων. Ο σεβασμός που δείχνει ο Έλληνας παραγωγός στο δέντρο και στον καρπό της ελιάς έχει αποτυπωθεί στο υποσυνείδητό του, αποτελώντας πλέον ένα εγγενές του χαρακτηριστικό.

Με αυτό το σεβασμό, παράγουμε το ΜανΟλιο, ένα βιολογικό, εξαιρετικά παρθένο λάδι ελιάς των πιο πολύτιμων ελληνικών ποικιλιών Κορωνέικη και Τσουνάτη.

Καθώς συλλέγεται με αμέριστη προσοχή και σεβασμό στην ακεραιότητα του καρπού το φθινόπωρο διατηρεί αναλλοίωτα όλα τα μοναδικά του χαρακτηριστικά: κεχριμπαρένιο βαθύ-πράσινο χρώμα, έντονα αρώματα φρούτων και μεστή, συμπαγή και έντονη γεύση, που το καθιστούν ιδανικό για κατανάλωση ωμό σε σαλάτες και ως συμπλήρωμα σε κάθε φαγητό.βιολογικό ελαιόλαδοΠολύτιμο απόσταγμα που συνοδεύει ιδανικά κάθε γαστριμαργική απόλαυση και ιδανική βάση για αρωματικές δημιουργίες, το εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο ΜανΟλιο είναι πραγματικά μια υπέροχη αλλά και τόσο προσιτή πολυτέλεια.

Θυμάμαι σαν ήμουν μικρός, με είχαν φοβίσει με μια ιστορία για ένα νεραϊδικό (ναι έτσι ακριβώς το λέγανε- νεράιδα και αερικό μαζί), που ζούσε από τη γη και εμφανιζόταν σε χωράφια και ιδιαίτερα σε ελαιώνες, στις σκιές των δέντρων και στις φυλλωσιές.

Μια ιστορία για παιδιά κι όμως αρκετή για να με κάνει να αρνούμαι πεισματικά έστω να πλησιάσω τον ελαιώνα του πατέρα, προς μεγάλη του βέβαια απογοήτευση αφού ήθελε τόσο πολύ να με διδάξει αυτά που ήξερε. Και πάνω σε αυτό στηρίχθηκε η μάνα μου, που ήθελε γιο σπουδαγμένο και όχι αγρότη (κάτι εντελώς αντίθετο με την εποχή και τον τόπο, αφού όλοι ήθελαν οι γιοί τους να ασχοληθούν με τα ήδη καρποφόρα χωράφια).

Κι έτσι, περάσανε τα χρόνια και παρόλο που οι ιστορίες για τα νεραϊδικά και τις παιδικές φαντασίες είχαν χαθεί, κανείς δεν με πίεσε ποτέ να ασχοληθώ με τον ελαιώνα. Μέχρι το 2000. Εκείνη τη χρονιά, αποφάσισε ο πατέρας να πάρει καινούργιο χωράφι, να φτιάξει έναν νέο ελαιώνα, κοντά στο χωριό μας, τους Έρφους στο Ρεθύμνο.

Και αυτό ήταν για μένα το εφαλτήριο μιας νέας ζωής. Ίσως να ήταν οι τύψεις που δεν είχα βοηθήσει ποτέ ως τώρα στα χωράφια, ίσως πάλι να ήταν η ανάγκη να περάσω περισσότερο χρόνο με τον πατέρα μου, δεν ξέρω, πάντως σε αυτήν την απόφαση είπα: σε στηρίζω και ξεκίνησα μαζί του. Από την αρχή.

Πρώτα απ’όλα έπρεπε να καθαρίσουμε το χωράφι από τις πέτρες, τους θάμνους και τα δέντρα. Να μαλακώσει το χώμα. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο για έναν ελαιώνα από ένα τραχύ, ανώμαλο και ασφυκτικό έδαφος. Όλο τον χειμώνα ασχολιόμασταν με αυτό. Κάθε μέρα. Μαζί ξεκινούσαμε, μαζί γυρνούσαμε και την άνοιξη φυτέψαμε τα πρώτα μας δεντράκια. Και ήταν οι επόμενες χρονιές από τις πιο αγαπημένες.

Η ασχολία με τη φύση, με τον ελαιώνα, με τις ελιές, ήταν κάτι το μοναδικό. Και αυτό γιατί έβλεπα την χαρά και την περηφάνια του που επιτέλους ασχολήθηκα και που μπορούσε να με μάθει όσα ήξερε, να συνεχιστεί ίσως η παράδοση της παραγωγής λαδιού που κρατούσε γενεές πίσω…

Μου μιλούσε για τα πάντα με λεπτομέρειες: πως πρέπει να φυτευτούν, σε τι διάταξη, σε τι απόσταση, ποιος πρέπει να είναι ο προσανατολισμός, πως επιλέγουμε τα δενδρύλλια…

Κι εγώ άκουγα. Άκουγα και έβλεπα και μάθαινα και έκανα. Και σιγά σιγά, καιρό με τον καιρό, χρόνο με το χρόνο, έμαθα πώς να φροντίζω τις ελιές, πώς να τις κλαδεύω, πώς να τις λιπαίνω, πώς να τις περιποιούμαι, πώς να τις αγαπώ. Γιατί η αγάπη που είχε ο πατέρας μου για την δουλειά του, πέρασε σε μένα κι από μένα στον ελαιώνα, στα δέντρα, στον καρπό.

Δεν πρόλαβε να δει ο πατέρας το χωράφι να καρποφορεί και εγώ τότε ένιωσα κάτι παραπάνω από υποχρέωση να συνεχίσω και να μεγαλώσουν αυτές οι ελιές όπως ήθελε, όπως μου έμαθε, όπως ονειρευόταν.

Κι έτσι γεννήθηκε το ΜανΟλιο, σαν φόρο τιμής στον πατέρα μου που με δίδαξε τόσα…

Και μεταξύ μας, το νεραϊδικό που μου λέγανε σαν ήμουν μικρός υπάρχει. Το βλέπω στα χρυσοπράσινα φύλλα της ελιάς, το ακούω στο αεράκι που σφυρίζει μέσα από τα κλαδιά, το γεύομαι κάθε φορά στο λάδι και στις ελιές…

Ίσως αυτή είναι η μαγεία του δικού μας ελαιώνα…